συγκαταβαίνω

συγκαταβαίνω
συγκατα-βαίνω, [tense] fut. -βήσομαι: [tense] aor. -έβην:—
A go or come down with,

σᾷ πτέρυγι E.Andr.505

(lyr.);

ἅμα τοῖς ᾠοῖς Arist.GA756a25

; of curls,

σ. ταῖς παρειαῖς Philostr.Ep.58

.
2 go down together, opp. ἀνέρχομαι, Arist.Mete.358b32; esp. to the sea-side, Th.6.30;

εἰς ὁμαλοὺς τόπους Plb.1.39.12

;

ἀπὸ τοῦ λόφου Plu.Crass.31

: metaph.,

σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρόν Arist.Pol.1334b34

, cf. 1335a31.
3 come down to one's aid,

Ζεὺς . . Μοῖρά τε συγκατέβα A.Eu. 1046

(lyr.), cf. Ch.727 (anap.).
4 like Lat. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, etc., Plb.3.89.8, 5.66.7, D.S.12.30, etc.;

εἰς παράταξιν Id.17.98

.
5 come down to, agree to,

εἰς κρίσιν Plb. 3.90.5

.
6 metaph., let oneself down, submit to,

εἰς φόρους καὶ συνθήκας Id.4.45.4

; σ. εἰς πᾶν agree to all conditions,
Id.3.10.1: generally, stoop, condescend, Id.26.1.3;

εἰς λοιδορίαν Phld.Rh.1.383

S.
7 come down in one's price or demands, Plb.21.26.12. Cf. συγκαθίημι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγκαταβαίνω — go pres subj act 1st sg συγκαταβαίνω go pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβαίνετε — συγκαταβαίνω go pres imperat act 2nd pl συγκαταβαίνω go pres ind act 2nd pl συγκαταβαίνω go imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαίνῃ — συγκαταβαίνω go pres subj mp 2nd sg συγκαταβαίνω go pres ind mp 2nd sg συγκαταβαίνω go pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαινόντων — συγκαταβαίνω go pres part act masc/neut gen pl συγκαταβαίνω go pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαῖνον — συγκαταβαίνω go pres part act masc voc sg συγκαταβαίνω go pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαίνει — συγκαταβαίνω go pres ind mp 2nd sg συγκαταβαίνω go pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαίνομεν — συγκαταβαίνω go pres ind act 1st pl συγκαταβαίνω go imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαίνοντα — συγκαταβαίνω go pres part act neut nom/voc/acc pl συγκαταβαίνω go pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαίνοντι — συγκαταβαίνω go pres part act masc/neut dat sg συγκαταβαίνω go pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταβαίνουσι — συγκαταβαίνω go pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαταβαίνω go pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”